- παραφίημι
- και παραφίω Α1. αφήνω κάτι κατά μέρος, αμελώ, παραμελώ κάτι2. απολύω από την υπηρεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* ἀφίημι / ἀφίω «αφήνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek
παραφίω — Α βλ. παραφίημι … Dictionary of Greek